Sunday, January 14, 2018

«Συνδικαλισμός» με τα λεφτά των άλλων

«Συνδικαλισμός» με τα λεφτά των άλλων
Ιωάννης Ληξουριώτης, Ομότιμος καθηγητής εργατικού δικαίου
 
Ανεξάρτητα από την εντύπωση που δημιουργούν οι συχνές και θορυβώδεις απεργίες που κηρύσσουν για καθαρά πολιτικούς και συντεχνιακούς λόγους η ΓΣΕΕ, η ΑΔΕΔΥ και τα συνδικάτα των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, η ουσιαστική επιρροή του συνδικαλισμού στους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Θα μου έκανε ιδιαίτερη έκπληξη εάν η ΓΣΕΕ τολμούσε να διενεργήσει και να δημοσιοποιήσει μια αντικειμενική έρευνα που θα αναδείκνυε ότι το ποσοστό των συνδικαλισμένων είναι πάνω από 10% με 12% εργαζομένων. Βέβαια, η ισχνότητα αυτή δεν εμποδίζει να έχει ως μέλη της η ΓΣΕΕ περίπου 70 Ομοσπονδίες και 80 Εργατικά Κέντρα, στους κόλπους των οποίων εντάσσονται εκατοντάδες απίθανα πρωτοβάθμια σωματεία, τα οποία, με τη σειρά τους «διοικούνται» από μυριάδες συνδικαλιστές, συνήθως ελάχιστα ή καθόλου εργαζόμενους. Εάν εξαιρέσουμε τα συνδικάτα των ΔΕΚΟ, η πραγματική ενεργή συμμετοχή εργαζομένων στα περισσότερα συνδικάτα εξαντλείται συνήθως σε όσους απαιτούνται για να συσταθούν τα διοικητικά τους συμβούλια.
Το εάν ο «Σύλλογος Ερασιτεχνών Αλιέων Μενιδίου» εκπροσωπεί πράγματι τους ψαράδες της περιοχής, καθώς και το που βρίσκει χρήματα για να ασκήσει τις δραστηριότητές του δεν απασχολεί ποσώς όσους δεν είναι μέλη του. Όποιος θέλει γράφεται μέλος του και όποιος θέλει τον συνδράμει οικονομικά. Το ίδιο θα έπρεπε να συμβαίνει και με τις κάθε είδους συνδικαλιστικές οργανώσεις, δεδομένου ότι η εγγραφή ή όχι σ’ αυτές αποτελεί εκ του Συντάγματος ελεύθερη επιλογή κάθε εργαζόμενου. Έτσι, τα συνδικάτα θα έπρεπε να χρηματοδοτούνται από τις συνδρομές των μελών τους, όπως γίνεται σε όλες τις άλλες χώρες.
Ωστόσο, το ελληνικό κράτος, ευεπίφορο στον πατερναλισμό, αδιαφορεί για την ελευθερία του συνδικαλίζεσθαι και επιρρίπτει το κόστος της συνδικαλιστικής δράσης σε κάθε εργαζόμενο, ανεξάρτητα εάν είναι συνδικαλισμένος ή όχι και σε κάθε εργοδότη, μολονότι τα συμφέροντα των τελευταίων κάθε άλλο παρά συμπλέουν με αυτά των συνδικάτων. Σημειωτέον ότι το δρόμο προς την κατεύθυνση αυτή τον έδειξε το ανελεύθερο καθεστώς του Ιωάννου Μεταξά, που για πρώτη φορά θέσπισε την εργοδοτική εισφορά υπέρ της Εργατικής Εστίας και εισήγαγε την υποχρεωτική εισφορά όλων των εργαζομένων για τη χρηματοδότηση της ΓΣΕΕ. Επίσης, έχει σημασία να θυμίσουμε ότι η απριλιανή χούντα του ΄67 οργάνωσε περαιτέρω την αφαίμαξη εργαζομένων και εργοδοτών θεσπίζοντας τον ΟΔΕΠΕΣ «με σκοπό την οικονομικήν υποβοήθησιν απάντων των εν τη χώρα λειτουργούντων εργασιακών σωματείων και ενώσεων».

Σήμερα, μολονότι ο ΟΔΕΠΕΣ και η Εργατική Εστία έχουν πλέον καταργηθεί, η ετήσια χρηματοδότηση των κάθε είδους συνδικαλιστικών οργανώσεων συνεχίζεται κανονικά και πλουσιοπάροχα από τον ΟΑΕΔ, μέσω του «Ενιαίου Λογαριασμού για την Εφαρμογή Κοινωνικών Πολιτικών» (ΕΛΕΚΠ). Έτσι, το έτος 2017 το «καλό» Κράτος μοίρασε 15.000.000 ευρώ σε όλη τη γκάμα των συνδικαλιστικών οργανώσεων, ξεκινώντας από τη ΓΣΕΕ, το πλήθος των Ομοσπονδιών και των σπαρμένων σε όλη τη χώρα Εργατικών Κέντρων και φθάνοντας στα συνωστιζόμενα πρωτοβάθμια σωματεία-σφραγίδα. Συνδικαλισμός καρέκλας με τα λεφτά των άλλων εις δόξαν του κρατικού πατερναλισμού.  

3 μύθοι για τα εργασιακά δικαιώματα

3 μύθοι για τα εργασιακά δικαιώματα

Ιωάννης Ληξουριώτης, Ομότιμος καθηγητής εργατικού δικαίου
Πολλοί (συνδικαλιστές, πολιτικοί, δημοσιογράφοι) αναμασούν -προφορικά ή γραπτά- μια σειρά από «σλόγκαν-συνθήματα» σχετικά με την κατάσταση των εργασιακών δικαιωμάτων, ιδίως μετά τις μνημονιακές ρυθμίσεις. Βέβαια, όποιος μιλά με σλόγκαν έχει την ακλόνητη πεποίθηση ότι απαλλάσσεται από την υποχρέωση της αιτιολόγησης των κραυγών του. Ας εξετάσουμε όμως εάν τα σλόγκαν αυτά ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα ή εάν πρόκειται απλώς για μύθους χρήσιμους για την κομματική ή συνδικαλιστική προπαγάνδα.   
Πρώτος μύθος: Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας έχουν καταργηθεί. Πρόκειται για μια κραυγαλέα διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Αυτό που έγινε ήταν το αντίθετο: α) Η ενδυνάμωση της αρχής της ελεύθερης διαπραγμάτευσης με την υποβάθμιση της δυνατότητας προσφυγής στην υποχρεωτική διαιτησία, β) η ανάδειξη της αξίας των επιχειρησιακών διαπραγματεύσεων, που λειτουργούν στο επίπεδο που βρίσκονται τα πραγματικά προβλήματα των εργαζομένων και των επιχειρήσεων. Αυτές οι αλλαγές θορύβησαν τους επαγγελματίες συνδικαλιστές που είχαν διαπαιδαγωγηθεί στο στημένο παιγνίδι των δήθεν κεντρικών διαπραγματεύσεων (κλάδος, επάγγελμα), οι οποίες κατά κανόνα κατέληγαν στην επίσης προδιαγεγραμμένη υποχρεωτική διαιτησία. Το ότι οι συνδικαλιστές έχουν μάθει στην υποχρεωτική διαιτησία και δεν μπορούν να εγκλιματιστούν στις ανάγκες μιας πραγματικής και ελεύθερης διαπραγμάτευσης, δηλαδή δεν ξέρουν τη «δουλειά» τους, δεν σημαίνει ότι καταργήθηκαν οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Δεύτερος μύθος: Το δικαίωμα της απεργίας πλήττεται. Εδώ ο μύθος έχει να κάνει με το πώς αντιλαμβάνεται κάποιος την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας. Εάν την αντιλαμβάνεται ως ένα δικαίωμα που μπορεί να ασκείται από οποιαδήποτε ασήμαντη μειοψηφία συνδικαλιστών ερήμην των λοιπών πραγματικά εργαζομένων ή εάν την αντιλαμβάνεται ως δικαίωμα που θα πρέπει να ασκείται με τη συμμετοχή και τη σύμφωνη γνώμη της πλειοψηφίας των εργαζομένων των επιχειρήσεων. Η δεύτερη εκδοχή, όχι μόνο δεν πλήττει το δικαίωμα της απεργίας, αλλά, αντίθετα, το ενδυναμώνει και του προσδίδει τη σοβαρότητα που πρέπει να έχουν τόσο σημαντικοί θεσμοί.

Τρίτος μύθος: Η μερική απασχόληση είναι κατάρα. Άλλος ένας μύθος, που δεν λαμβάνει υπόψη ότι η μερική απασχόληση είναι ένας τρόπος για να καλύπτονται ανάγκες των επιχειρήσεων, όπως επίσης είναι ένας τρόπος να καλύπτονται ανάγκες των εργαζομένων. Το πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ πρόσφατα ανακοίνωσε ότι με μερική απασχόληση εργάζεται το 30% των μισθωτών. Το ποσοστό αυτό μπορεί να φαίνεται αρκετά υψηλό, αλλά, εάν ληφθεί υπόψη η κρίση και η δομή της ελληνικής οικονομίας, πρέπει να θεωρηθεί εύλογο. Άλλωστε, με μετρήσεις της OCDE του 2017, το ποσοστό της μερικής απασχόλησης σε ευημερούσες χώρες όπως η Ολλανδία και η Ελβετία βρίσκεται αντίστοιχα στο 38% και 27%, ενώ στην Αγγλία είναι 24% και στην Αυστραλία 26%. Σε καμία από τις χώρες αυτές δεν θεωρούν ότι η μερική απασχόληση είναι κατάρα, αλλά, αντίθετα, ότι συνιστά έναν αξιοπρεπή τρόπο εισόδου των νέων στην απασχόληση, που δημιουργεί εργασιακή εμπειρία μέχρι την εύρεση πλήρους απασχόλησης, ενώ εξυπηρετεί μεγάλες ομάδες πληθυσμού, όπως σπουδαστές, εργαζομένους με οικογενειακές υποχρεώσεις κ.λπ.

Απεργία: Το τσίμπημα της μέλισσας

Απεργία: Το τσίμπημα της μέλισσας 

Ιωάννης Ληξουριώτης, Ομότιμος καθηγητής εργατικού δικαίου

Όταν η μέλισσα τσιμπάει και προσπαθεί να φύγει, το κεντρί της αποχωρίζεται από το σώμα της μαζί με τον δηλητηριώδη αδένα και ένα μέρος του πεπτικού της συστήματος. Μπορεί το δηλητήριο που χύνεται στο ανθρώπινο σώμα να μην επιφέρει το θάνατο, αλλά η μέλισσα, χάνοντας ζωτικής σημασίας όργανα, σε λίγο πεθαίνει. Βέβαια, η μέλισσα, δεν ασκεί κάποιο «δικαίωμα» στο θάνατο και η αντανακλαστική αυτή ατομική συμπεριφορά της απέναντι στον κίνδυνο έχει έναν θεμελιώδη «υπαρξιακό σκοπό»: τη διάσωση της κυψέλης. Από την άλλη, η φύση έχει εφοδιάσει το ανθρώπινο είδος με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, ατομικής και συλλογικής.
Μετά την μικρή αυτή εισαγωγή, ας περάσουμε στο περιώνυμο «δικαίωμα της απεργίας». Πολύ πριν να λάβει αυτή, με την πάροδο του χρόνου, το χαρακτήρα «δικαιώματος» και πριν καταλήξει σταδιακά στη σημερινή «χλιδάτη» κανονιστική μορφή της, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα αντανακλαστικό ξέσπασμα, μια μίνι-επανάσταση, ιδίως χειρωνάκτων εργαζομένων, σε τοπικό επίπεδο, περιορισμένο αποκλειστικά σε ιδιωτικές παραγωγικές μονάδες. Οι εργαζόμενοιπαραιτούνταν ομαδικά από τις θέσεις εργασίας τους, πιέζοντας τους εργοδότες, σε περιόδους έλλειψης εργατικών χεριών, να βελτιώσουν τους άθλιους όρους εργασίας και τις αμοιβές τους. Ωστόσο, βρισκόμαστε σε μία εποχή με βιομηχανία στοιχειωδώς μηχανοποιημένη, με εξέχουσα την ανάγκη χρησιμοποίησης μεγάλων ποσοτήτων εργατικών χεριών, με μηδενική σχεδόν κινητικότητα εργαζομένων, με δειλή κινητικότητα κεφαλαίων και με νηπιώδη ανάπτυξη της μετάδοσης της πληροφορίας. Στο πλαίσιο αυτό, κάποιες οι εργοδότες δεν είχαν πολλές επιλογές εξεύρεσης νέου αυτόχθονος εργατικού προσωπικού και, υποχωρώντας στην πίεση που ασκούσε η ομαδική παραίτηση των εργαζομένων, τους επαναπροσλάμβαναν, βελτιώνοντας σε κάποιο βαθμό τους όρους εργασίας. Ωστόσο, τις περισσότερες φορές οι απεργοί κατέληγαν να βρεθούν οριστικά εκτός αγοράς εργασίας, είτε λόγω μη εργοδοτικής υποχώρησης, είτε λόγω οριστικού κλεισίματος του εργοστασίου. Ήδη, λοιπόν, το απεργιακό φαινόμενο, πέραν της ζημιογόνας για τον εργοδότη επίδρασής της, είχε γενετικά έναν προφανή «αυτοκαταστροφικό» χαρακτήρα, που, θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί εύλογος σε μια περίοδο που, κατά τον Μαρξ, οι εργαζόμενοι-προλετάριοι με την απεργιακή μικρο-επανάστασή τους «δεν είχαν τίποτε άλλο να χάσουν παρά τις αλυσίδες τους». Όμως, σήμερα, το δικαίωμα αυτό, το οποίο  σταδιακά το σφετερίστηκαν σχεδόν απόλυτα οι συνδικαλιστικο-κομματικές συντεχνίες του δημοσίου τομέα και των οργανισμών κοινής ωφέλειας, έχει ελάχιστη σημασία για τους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, που ενώ δεν έχουν πλέον αλυσίδες να χάσουν, έχουν κάθε λόγο να διατηρήσουν τη θέση εργασίας τους. Και τούτο γιατί οι συνθήκες που γέννησαν το απεργιακό φαινόμενο έχουν πλέον οριστικά εκλείψει: πλήρης αλλαγή στην οργάνωση και στις τεχνικές παραγωγής, τεχνολογία και διάδοση πληροφορίας που κινούνται με ταχύτητα φωτός, αγορά εργασίας διαμορφωμένη σε πλανητικό επίπεδο κ.λπ. Σήμερα, η άλογη χρήση του δικαιώματος της απεργίας, εκτός από αντικοινωνικό όπλο στα χέρια των συνδικαλιστών του δημόσιου τομέα, αποτελεί ένα ισοδύναμο του κεντρίσματος της μέλισσας: Όσο περισσότερο βλάπτεται την επιχείρηση τόσο περισσότερο δημιουργούνται συνθήκες που οδηγούν στην φυγή της επιχείρησης, ξεριζώνοντας μαζί και εργασιακές θέσεις.

Ρύθμιση για απεργία: «Γλυκιά αλχημεία»

Ρύθμιση για απεργία: «Γλυκιά αλχημεία»

Ιωάννης Ληξουριώτης, Ομότιμος καθηγητής εργατικού δικαίου

Η κυρία Αχτσιόγλου επί μήνες κυοφορούσε τη ρύθμιση για τη διαδικασία λήψης της απόφασης για απεργία. Ήδη εισήχθη στο μαιευτήριο «Οι Θεσμοί», όπου την περιμένουν με ενθουσιασμό οι εκπρόσωποι. Ακούσαμε διάφορα για την κυοφορούμενη ρύθμιση, ιδιαίτερης όμως σημασίας είναι η δήλωση της κας Υπουργού ότι είναι άνευ σημασίας οι προωθούμενες αλλαγές, δεδομένου ότι η μόνη διαφοροποίηση από τα ήδη ισχύοντα είναι ότι, αντί να απαιτείται να συμμετέχει στη γενική συνέλευση του πρωτοβάθμιου σωματείου το 1/3 των οικονομικά τακτοποιημένων μελών (απαρτία), στο εξής θα χρειάζεται η παρουσία του 50%+1 των εν λόγω μελών.
Συμφωνούμε με την κα Αχτσιόγλου: «Ώδινεν όρος και έτεκεν μυν» ή, αλλιώς, «συνδικαλιστές μην ανησυχείτε, δουλεύουμε για εσάς». Και τούτο γιατί το κύριο πρόβλημα με την λήψη της απόφασης περί κήρυξης απεργίας δεν βρίσκεται στο ζήτημα της απαρτίας στις συνελεύσεις των πρωτοβάθμιων σωματείων. Υπάρχουν μια σειρά σοβαρότερα προβλήματα στον τρόπο κήρυξης της απεργίας, που αφήνει άθικτα η νέα προσχηματική ρύθμιση.
Κατ’ αρχήν, η κήρυξη της απεργίας δεν αφορά μόνο τα μέλη του σωματείου που την κηρύσσει, αλλά επηρεάζει το σύνολο των εργαζομένων της επιχείρησης. Αυτοί, λοιπόν, με τη νέα ρύθμιση εξακολουθούν να μένουν «έξω από το χορό» και είναι υποχρεωμένοι να υφίστανται τις συνέπειες μιας απεργίας υπέρ της οποίας συνηγόρησε ερήμην τους μια ασήμαντη μειοψηφία εργαζομένων.
Δεύτερον, απεργίες δεν κηρύσσονται μόνο από πρωτοβάθμια σωματεία του καθαρά ιδιωτικού τομέα, αλλά κηρύσσονται συνήθως από την ΓΣΕΕ, τις κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές ομοσπονδίες, τα Εργατικά Κέντρα, τις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις ευρύτερης περιφέρειας ή πανελλαδικής έκτασης, δηλαδή σωματεία μεγάλων επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας (ΔΕΗ, ΟΣΕ κ.λπ.). Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, όπου γίνεται και η μεγάλη κατάχρηση απεργιακών κινητοποιήσεων, η απόφαση περί απεργίας λαμβάνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο και όχι από γενικές συνελεύσεις. Άρα και στις περιπτώσεις αυτές η νέα ρύθμιση δεν έχει καμία επίδραση και τα πράγματα θα συνεχιστούν όπως τα ξέρουμε.
Τρίτον, η πείρα μας λέει ότι η πλειονότητα των απεργιών που κηρύσσουν τα πρωτοβάθμια σωματεία έχουν την μορφή «στάσεων» (απεργία κάποιες μόνο ώρες και όχι όλη την εργάσιμη ημέρα). Κατά το νόμο, όμως, στην περίπτωση των «στάσεων» η λήψη της απόφασης δεν είναι αναγκαίο να λαμβάνεται από τη γενική συνέλευση, αλλά αρκεί απλή απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Άρα, και στην περίπτωση των στάσεων η καθημερινή μας ζωή θα συνεχίσει να πλήττεται το ίδιο βασανιστικά όπως σήμερα.

Δεν ξέρω πόσες μύγες θα κάνουν ότι χάβουν οι θεσμοί για να κλείσει όπως-όπως η αξιολόγηση, αλλά με τέτοιες αντιλήψεις μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα δεν γίνονται.

Η κα Αχτσιόγλου ανοίγει το πουγκί της

Η κα Αχτσιόγλου ανοίγει το πουγκί της

Ιωάννης Ληξουριώτης, Ομότιμος καθηγητής εργατικού δικαίου

Την κα Αχτσιόγλου την πρωτογνωρίσαμε ως Διευθύντρια του Πολιτικού Γραφείου του κ. Κατρούγκαλου και θα δυσκολευόμαστε μέχρι τώρα να της αναγνωρίσουμε ιδιαίτερα προσόντα, πλην του ότι κατάφερε να κάτσει πολύ σύντομα στη θέση του μέντορά της. Στο πλαίσιο του γενικότερου κυβερνητικού οίστρου παροχολογίας, η Υπουργός Εργασίας κα Αχτσιόγλου τις τελευταίες ημέρες έριξε τη «βόμβα» της αύξησης του κατώτατου μισθού το 2018.
Στη χώρα μας, μετά από άστοχες μνημονιακές παρεμβάσεις, ισχύει ένα ερμαφρόδιτο και προφανώς στρεβλό σύστημα καθορισμού των μισθολογικών και μη μισθολογικών ελάχιστων όρων εργασίας, δηλαδή αυτών που ισχύουν ως κατώτατα όρια για όλους τους εργαζόμενους όλης της Επικράτειας. Με τις διατάξεις αυτές, την αρμοδιότητα καθορισμού των γενικών κατώτατων αποδοχών έχει πλέον η κυβέρνηση. Οι μη μισθολογικοί όροι ορίζονται με εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις (ε.γ.σ.ε.), οι οποίες, επίσης, μπορούν να ρυθμίζουν και μισθολογικούς όρους, που αφορούν, όμως, μόνο όσους εργαζόμενους απασχολούνται από εργοδότες μέλη εργοδοτικών οργανώσεων που συμβάλλονται στην ε.γ.σ.ε. Βέβαια, και οι μη μισθολογικοί όροι ρυθμίζονται οποτεδήποτε κατά το δοκούν από το Κράτος. Εν ολίγοις, «άλλ’ αντ’ άλλων», καθόλου ασυνήθιστη κατάσταση για τα ελληνικά πράγματα.
Η κα Αχτσιόγλου, λοιπόν, «δεσμεύτηκε», στα πρότυπα του καλού συριζαίου υπουργού-μάγου, ότι η κυβέρνηση θα αυξήσει τις κατώτατες αποδοχές το 2018. Θυμίζουμε ότι μέχρι το 2012 οι κατώτατες αποδοχές ορίζονταν με ε.γ.σ.ε., οπότε για πρώτη φορά διαμορφώθηκαν με νόμο στο ύψος των 586,08 ευρώ μηνιαίως. Για να αποφασιστούν όμως νέοι μισθοί πρέπει κατά το νόμο να συντρέχουν κάποιες προϋποθέσεις, δηλαδή το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού πρέπει να καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών, της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών. Ποιο, λοιπόν, χριστουγεννιάτικο άστρο έδειξε στην κα Αχτσιόγλου ότι ήλθε η ανάπτυξη, αυξήθηκε η παραγωγικότητα, ενισχύθηκε η ανταγωνιστικότητα, βελτιώθηκε η απασχόληση στη χώρα μας σε βαθμό που να δικαιολογεί την αύξηση των κατώτατων μισθών;
Κατά δεύτερο λόγο, φοβάμαι ότι η «εργατολόγος» Υπουργός κα Αχτσιόγλου δεν έχει υπόψη της τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος προκειμένου να προχωρήσει η κυβέρνηση σε αυξήσεις των γενικών κατώτατων αποδοχών. Εάν την είχε υπόψη, θα γνώριζε ότι η διαδικασία αυτή θα έπρεπε ήδη προ πολλού να έχει αρχίσει, δεδομένου ότι περιλαμβάνει και προϋποθέτει μια μακρόχρονη διαβούλευση όλων των κεντρικών εργοδοτικών και εργατικών οργανώσεων, σύσταση ειδικής «τριμελούς επιτροπής» για το συντονισμό της διαβούλευσης, πρόσκληση σε πλήθος δημόσιων και ιδιωτικών φορέων για την υποβολή εκθέσεων για την αξιολόγηση του ισχύοντος νομοθετημένου κατώτατου μισθού, μελέτη των εκθέσεων αυτών από τα συνδικάτων εργοδοτών και εργαζομένων προκειμένου να εκφράσουν και αυτά γνώμη και να υποβάλλουν σχετικά υπομνήματα, κ.λπ., κ.λπ. Τίποτα από όλα αυτά δεν έχει αρχίσει να δρομολογείται, ούτε πρόκειται να δρομολογηθεί. Το μόνο που βλέπουμε να δρομολογείται είναι οι εκλογές

Friday, April 24, 2015

Μαθαίνοντας οικονομικά της εργασίας



Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 26.10.2014

Μαθαίνοντας οικονομικά της εργασίας
Του  ΙΩΑΝΝΗ ΛΗΞΟΥΡΙΩΤΗ
Καθηγητή εργατικού δικαίου Παντείου Πανεπιστημίου

Οικονομολόγος δεν είμαι, αλλά αναζητώ επίμονα τις οικονομικές γνώσεις που αναφέρονται στην μισθωτή εργασία και τη θέση της στην αγορά. Με ενδιαφέρον, λοιπόν, παρακολουθώ τον τελευταίο καιρό συζητήσεις μεταξύ οικονομολόγων στον καθημερινό τύπο, στα πλαίσια των οποίων αντιπαρατίθενται απόψεις για το σχηματισμό της τιμής της μισθωτής εργασίας, για την ανεργία, τις ομαδικές απολύσεις, την ευελιξία των εργασιακών σχέσεων, κ.ο.κ.

Στέκομαι σε ένα τελευταίο άρθρο, που φέρει τίτλο «Οι μισθοί δεν είναι ραπανάκια» (Μ. Ζουμπουλάκης, ΤΑ ΝΕΑ, 17.10.2014), γιατί είναι αλήθεια ότι ο τίτλος είναι ιδιαίτερα προκλητικός. Διεγέρθηκε έντονα το ενδιαφέρον μου γιατί μέχρι τώρα δεν είχα σκεφτεί ποια σχέση μπορεί να έχει το ραπανάκι με το μισθό. Αμέσως, όμως, κατάλαβα ότι αυτό που αναστατώνει επιστημονικά το συντάκτη είναι η άποψη κάποιων οικονομολόγων ότι «ο κατώτερος μισθός μπορεί να έχει οποιοδήποτε ύψος, ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού των δυνάμεων της προσφοράς και της ζήτησης εργασίας». Αυτό, υποστηρίζει ο συντάκτης του άρθρου, μπορεί να συμβαίνει στον καθορισμό της τιμής των ραπανακίων, όχι όμως και στην τιμή της εργασίας.

Να, λοιπόν, πώς ξεκινά την επιχειρηματολογία του ο συντάκτης του άρθρου: «Για τον καταναλωτή δεν υπάρχει τιμή για τα ραπανάκια που να την θεωρεί πολύ χαμηλή. Μια μηδενική τιμή (sic)  θα ήταν ό,τι το καλύτερο γι’ αυτόν». Αν και τα ραπανάκια με «μηδενική τιμή» συνήθως τα τρώνε οι κότες, είναι αλήθεια ότι, γενικώς, η διαπίστωση αυτή με ικανοποίησε, αφού ορθώς ο αρθρογράφος δέχεται ότι αρμόδιες να αποφασίζουν για τις τιμές των ζαρζαβατικών είναι οι δυνάμεις της αγοράς, η οποία θα πρέπει να λειτουργεί με βάση την αρχή της προσφοράς και της ζήτησης.

Στη συνέχεια, όμως, όταν ο συντάκτης του άρθρου αρχίζει να ξεδιπλώνει τις σκέψεις του για να εξηγήσει ότι «στην αγορά εργασίας τα πράγματα είναι διαφορετικά», εγώ ο μη οικονομολόγος, μπερδεύτηκα. Άλλο πράγμα, μας λέει, είναι η αγορά  ζαρζαβατικών και άλλο πράγμα η αγορά εργασίας. Και τούτο γιατί, προσθέτει, ενώ για τον καταναλωτή «δεν υπάρχει τιμή για τα ραπανάκια που να την θεωρεί πολύ χαμηλή», αντίθετα, «για τον εργαζόμενο υπάρχει απαράδεκτα χαμηλή τιμή εργασίας», όταν αυτή «δεν του επιτρέπει να συντηρηθεί αυτός και η οικογένειά του».

Δυστυχώς, δεν κατόρθωσα να κατανοήσω την σύγκριση μεταξύ καταναλωτή (αγοραστή ραπανακίων) και μισθωτού εργαζόμενου (πωλητή εργασίας), δηλαδή μεταξύ προσώπων που έχουν τελείως διαφορετικό ρόλο στη διαδικασία των συναλλαγών. Παρά τις ελλείψεις μου, όμως, τόλμησα να σκεφτώ ότι αν ο αρθρογράφος έκανε τη σύγκριση μεταξύ δύο όμοιων συντελεστών, δηλαδή μεταξύ πωλητή ραπανακίων (αγρότη) και πωλητή εργασίας (μισθωτού), τότε θα μας βοηθούσε καλύτερα να αντιληφθούμε τους βαθύτερους λόγους πάνω στους οποίους βάσισε τη θέση του ότι είναι απαράδεκτο να πέφτει η τιμή της μισθωτής εργασίας σε ύψος που δεν θα επιτρέπει στον μισθωτό να συντηρείται αυτός και η οικογένειά του, ενώ, αντίθετα, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα ως προς το ζήτημα της εξασφάλισης της συντήρησης του αγρότη και της οικογένειάς του, όταν η τιμή του ραπανακίου μειώνεται μέχρι και εκμηδενισμού, στα πλαίσια της αμιγούς λειτουργίας της προσφοράς και της ζήτησης. Αν και περίεργη αυτή η λογική σύλληψη, θα ήταν ενδιαφέρον να καταλάβουμε γιατί η ευαισθησία του αρθρογράφου εξαντλείται μόνο σ’ αυτούς που ο Marx αποκαλούσε υποτιμητικά «προλετάριους», ενώ αδιαφορεί για το εάν κερδίζει τα προς το ζειν από την αγοραπωλησία ραπανακίων μια άλλη κατηγορία εργαζομένων (αγρότες).   

Περίεργη, πράγματι, προσέγγιση, η οποία δεν με βοήθησε ιδιαίτερα να βελτιώσω τις οικονομικές μου γνώσεις, ενώ μπερδεύτηκα και με αυτά που νόμιζα πως ήξερα, γιατί είχα την εντύπωση ότι σύμπασα η οικονομολογική σκέψη από τον φιλελεύθερο Adam Smith και εφεξής (συμπεριλαμβανομένων όλων των σχολών) δέχεται ότι η μισθωτή εργασία έχει χαρακτήρα «εμπορεύματος». Πολύ περιγραφικός ο Karl Marx γράφει στο Κεφάλαιο ότι «η εργατική δύναμη είναι εμπόρευμα, ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο απ’ ότι είναι η ζάχαρη. Το πρώτο το μετρούν με το ρολόι, το δεύτερο με τη ζυγαριά».

Τέλος πάντων, αυτό που προκύπτει από το επίμαχο άρθρο είναι ότι ο μεν μισθός (τιμή της εργασίας) πρέπει να διατηρείται οπωσδήποτε σε ένα όριο ασφαλείας, ώστε να κατορθώνει να συντηρείται ο εργαζόμενος και η οικογένειά του, ενώ οι τιμές των ζαρζαβατικών δεν πειράζει κι αν εκμηδενίζονται προς αγαλλίαση των χορτοφάγων καταναλωτών, οι οποίοι, όμως, όσο και εάν λέει ο αρθρογράφος ότι «τα δωρεάν λαχανικά είναι ευλογία για τους καταναλωτές», φοβάμαι ότι οφείλουν να το γυρίσουν σύντομα στην κρεατοφαγία, αφού το τζάμπα θα «φάει λάχανο» τον αγρότη.

Έτσι, καλό είναι να συμβουλεύεις με καλοπροαίρετη διάθεση ότι «και για τους εργοδότες οι μισθοί πρέπει να είναι αρκετά (sic) υψηλοί, όχι μόνο για να προσελκύουν καλούς εργαζόμενους αλλά και για να τους παρακινούν να εργαστούν αποδοτικά», αλλά, αν, παρά ταύτα, οι εργοδότες δεν πείθονται από τις μικροοικονομικές σου θεωρίες, τότε τι γίνεται; Ποιος ο μηχανισμός πρέπει να λειτουργεί στα πλαίσια της αγοράς της εργασίας έτσι ώστε αφενός να επιτυγχάνεται η διατήρηση των μισθών των εργαζομένων σε «αρκετά υψηλό ύψος» και αφετέρου να εξαναγκάζονται οι απείθαρχοι εργοδότες να μην απολύουν το υπερβάλλον προσωπικό τους; Κουβέντα περί αυτού στο άρθρο, αλλά και σε άλλα σχετικά άρθρα που έχουν πέσει στα χέρια μου.  

Πέραν αυτού, γενικότερα, κάποιοι «οικονομολογούντες της εργασίας» οφείλουν να είναι σαφέστεροι και πιο συγκεκριμένοι ώστε να καταλάβουμε και εμείς πότε το ύψος των μισθών θεωρείται «αρκούντως υψηλό» κατά τις προσδοκίες των προβαλλόμενων θεωριών τους. Θα είναι ένας μισθός που θα «τονώνει» γενικώς και αορίστως τη ζήτηση, αλλά που θα στέλνει στα αζήτητα τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις που τον καταβάλλουν; Θα είναι ένας ο μισθός, του οποίου ένα μέρος θα βρισκόταν στην τσέπη ενός άλλου εργαζόμενου, που, όμως, πλέον έχει σταλεί στην ανεργία; Θα είναι ένας μισθός που θα τον επέβαλε στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας το κράτος και όποιον πάρει ο χάρος; Φοβάμαι ότι μια απάντηση που θα όριζε αρνητικά την έννοια του «αρκετά υψηλού» μισθού, ως αυτόν που δεν θα είναι μισθός Ουγκάντας, άντε Βουλγαρίας, δεν θα διαφώτιζε ιδιαίτερα τα πράγματα.

Πάντως, από τέτοιες συζητήσεις, αυτό που έχω μέχρι στιγμής καταλάβει είναι ότι ο μισθός δεν πρέπει να είναι «ραπανάκι» και, ας με συγχωρήσουν οι αναγνώστες, αλλά την ευθύνη για την εμπλοκή στη συζήτηση των «ραπανακίων» δεν την έχω εγώ. Εγώ οικονομικά της εργασίας προσπάθησα να καταλάβω, αλλά, φοβάμαι ότι δεν τα κατάφερα. Ίσως γιατί δεν έχω ακόμη εξοικειωθεί με την αντίληψη ότι η αγορά της σύγχρονης μισθωτής εργασίας αποτελεί ένα «σκλαβοπάζαρο». Αλλά αν ενστερνιστώ μια τέτοια αντίληψη, μια άλλη απορία θα μου προκύψει. Πως είναι δυνατόν σε ένα σκλαβοπάζαρο να μένουν χρήματα, πολλά ή λίγα, στην τσέπη του σκλάβου;

Η «ηθική» του ελληνικού συνδικαλισμού



Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 19.08.2012

Η «ηθική» του ελληνικού συνδικαλισμού
Του  ΙΩΑΝΝΗ ΛΗΞΟΥΡΙΩΤΗ
Καθηγητή εργατικού δικαίου Παντείου Πανεπιστημίου

 Παρακινήθηκα για τις σκέψεις που ακολουθούν από τον εύστοχο τίτλο «Κινητοποιήσεις με το “πρώτο κουδούνι”» ενός ρεπορτάζ της Καθημερινής που αναφέρεται στα άμεσα απεργιακά σχέδια της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδας (ΔΟΕ). Τι αποφάσισε λοιπόν το καλό αυτό συνδικάτο των δασκάλων των παιδιών μας; Να κηρύξει απεργιακή κινητοποίηση «με το πρώτο κουδούνι», την 12η Σεπτεμβρίου, την ημέρα δηλαδή που τα παιδάκια θα έχουν την πρώτη τους επαφή με το σχολείο ή θα επιστρέφουν στα μαθητικά θρανία. Εκείνη λοιπόν την «ευαίσθητη» ημέρα οι μικροί μαθητές θα βρεθούν αντιμέτωποι με τα αγριεμένα πρόσωπα των συνδικαλιστών-δασκάλων που θα κλείνουν τις εισόδους των δημοτικών σχολείων και θα δίνουν τα πρώτα μηνύματα για το τι είδους «εκπαίδευση» πρόκειται να λάβουν κατά το μαθητικό τους βίο. Αξίζει να σημειωθεί ότι εφέτος οι συνδικαλιστές της ΔΟΕ έχουν κάνει μια σημαντική επαναστατική «πρόοδο» σε σχέση με πέρυσι που πραγματοποίησαν την πρώτη τους απεργιακή κινητοποίηση με καθυστέρηση δύο εβδομάδων από την έναρξη της σχολικής χρονιάς. Εφέτος, η απεργία των δασκάλων θα είναι κατ’ ουσία συστατικό στοιχείο του ίδιου του σχολικού αγιασμού ή, μάλλον, θα συμβεί το αντίθετο. Οι ιθύνοντες της ΔΟΕ θα ραντίσουν τα παιδάκια με το «καθαγιασμένο ύδωρ» της συνδικαλιστικής τους ευαισθησίας.

Εδώ όμως ακριβώς προκύπτει το τεράστιο ηθικό έλλειμμα του ελληνικού συνδικαλισμού. Επειδή οι καλοί συνδικαλιστές της ΔΟΕ θεωρούν ότι δεν μπορούν πια να ζουν με την αγωνία εάν θα προχωρήσει ή όχι το μέτρο της «αξιολόγησης» των δασκάλων, αδιαφορούν παντελώς για τα παιδιά, τους γονείς και την κοινωνία και στήνουν μια ακόμη προληπτική απεργία. Σιγά μην σκεφθούν οι αξιότιμοι κύριοι συνδικαλιστές τι σημαίνει για ένα μαθητούδι να γυρίσει άπραγο στο σπίτι του την εναρκτήρια ημέρα του μαθησιακού του βίου, τι σημασιοδοτήσεις θα παράγει γι’ αυτά η ματαίωση ενός τόσο σημαντικού και από πολλές πλευρές συμβολικού γεγονότος. Αυτοί ένα πράγμα βλέπουν μπροστά τους: Να μην ακούν καν τη λέξη «αξιολόγηση», να ζήσουν την ψευδαίσθηση της «ματαίωσης της χειραγώγησης των εκπαιδευτικών» και «της διάσωσης της εκπαίδευσης από την επίθεση των δυνάμεων της αγοράς». Οι συνδικαλιστές της ΔΟΕ δεν αισθάνονται καμιά ηθική αναστολή να χρησιμοποιούν ως ανθρώπινες ασπίδες τρυφερά μαθητούδια, προκειμένου να εκβιάσουν την πολιτεία και να αποφύγουν την τρισκατάρατη αξιολόγηση, αφού μέχρι τώρα το «κόλπο» έχει επιτυχή κατάληξη. Υπενθυμίζουμε ότι, πριν λίγους μήνες, με τροπολογία της τελευταίας στιγμής, οι εκπαιδευτικοί εξαιρέθηκαν από τις διατάξεις περί αξιολόγησης των λοιπών δημοσίων υπαλλήλων.

Δυστυχώς, κατά κανόνα, οι συνδικαλιστές δεν έχουν την παραμικρή αίσθηση καθήκοντος για ηθική αμοιβαιότητα έναντι κανενός. Δεν αισθάνονται να τους δεσμεύει κανενός είδους «κοινωνικό συμβόλαιο». Ελάχιστα τους ενδιαφέρουν οι «θεσμοί» παρά μόνο στο μέτρο που καταφέρουν να τους εκμεταλλεύονται για δικό τους λογαριασμό και κατά κανόνα διαστρεβλώνοντάς τους. Έτσι, το ότι η εκπαίδευση αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα συνδεδεμένο με την προαγωγή της αξίας του ανθρώπου, δεν φάνηκε να επηρέασε τους «μαχητές» της ΔΟΕ όταν αποφάσιζαν να στείλουν πίσω σπίτι τους τα «πρωτάκια» την 12 Σεπτεμβρίου, χωρίς καν τα αφήσουν να αντικρύσουν τις σχολικές αίθουσες. Φαίνεται ότι για την ΔΟΕ, παρά τις εξ αντιθέτου κορώνες, ο θεσμός της εκπαίδευσης υπάρχει αποκλειστικά και μόνο για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα, «κεκτημένα» και διεκδικούμενα, των εκπαιδευτικών, έτσι όπως αυτά εννοούνται από το διαπαραταξιακό μπλοκ που την διοικεί.

Τέτοιου είδους παραδείγματα δεν  έχουν τέλος: Ας δούμε το «ηθικό υπόδειγμα» των συνδικαλιστών του χώρου της Δικαιοσύνης. Για τους συνδικαλιστές των δικαστικών υπαλλήλων, «όλοι οι καλοί χωράνε» στην υπηρεσία του θεσμού της Δικαιοσύνης. Το πρόβλημα είναι όμως ότι η έννοια του κλασικού ανθρωπιστικού ιδεώδους του «καλού καγαθού» διευρύνεται κατά λίαν ανατριχιαστικό τρόπο από το ΔΣ της Ομοσπονδίας δικαστικών, αφού δεν δίστασε αυτό με άμεση ανακοίνωσή του στο Τύπο να υπερασπιστεί την υπαλληλική τιμή της προσφάτως αποκαλυφθείσας δικαστικής υπάλληλου με τις άδηλες συναλλαγές και αδήλωτες καταθέσεις των 8 εκατομμυρίων. Αντί λοιπόν τουλάχιστον να σιωπήσουν, οι καλοί συνδικαλιστές των δικαστικών υπαλλήλων επιτίθενται και μας θέτουν δύσκολες ερωτήσεις ώστε να πονηρευτούμε και εμείς μαζί τους: «Μήπως αποτελεί (η αποκάλυψη) μέρος μια νέας προσπάθειας κατασυκοφάντησης των δημοσίων υπαλλήλων, με σκοπό την επιβολή νέων δυσβάσταχτων μέτρων;». Τόσο απλά και τόσο ωμά.

Τι έκαναν και στην περίπτωση αυτή οι συνδικαλιστές του χώρου της Δικαιοσύνης; Έδειξαν ακόμη μια φορά με ποιο περιορισμένο περιεχόμενο αντιλαμβάνονται την έννοια της «αλληλεγγύης», που αποτελεί βασική ηθική υποχρέωση κάθε μέλους της κοινωνίας. Όπως κάθε σχεδόν συνδικαλιστική ηγεσία, προσφέρουν αδιάκριτα την άνευ όρων και προϋποθέσεων αλληλεγγύη τους προς κάθε μέλος της «συντεχνίας». Επί πλέον, ενώ κατά κανόνα υπηρετούν λυσσωδώς την «συντεχνιακή αλληλεγγύη», με τις συνδικαλιστικές πρακτικές τους απέχουν προκλητικά από κάθε εκ μέρους τους εκδήλωση «αλληλεγγύης» προς την κοινωνία.  Η σχέση τους με την κοινωνία υπάρχει μόνο για να απαιτούν αδιάκοπα την αλληλεγγύη της και να αξιώνουν διαρκώς τη στήριξη προς αυτούς των άλλων κοινωνικών ομάδων. Όταν η κοινωνία υφίσταται τις βαρύτατες συνέπειες των ακραίων συνδικαλιστικών πρακτικών (αντικοινωνικές απεργίες, κλείσιμο δρόμων, καταλήψεις δημοσίων χώρων και υπηρεσιών, κ.ο.κ.), οι συνδικαλιστικές ηγεσίες διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους ότι παλεύουν για την κοινωνία και με «αθώο» τρόπο διατείνονται: «δεν είναι αυτό που φαίνεται» (!).

Ας δώσουμε μια ακόμη διάσταση του ηθικού ελλείμματος των συνδικαλιστικών εκπροσώπων: Ακόμη και εάν ο νόμος δεν θέτει ζήτημα τυπικής νομιμότητας, δεν μπορεί να θεωρηθεί «ηθικώς» αποδεκτή μια συνδικαλιστική δράση που αδιαφορεί για το βαθμό της πραγματικής «επιρροής» των συνδικάτων στους ίδιους τους εργαζόμενους που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν. Δεν αρκεί να αυτοχαρακτηρίζεσαι εκπρόσωπος και να ασκείς τα εκ του χαρακτηρισμού αυτού αρυόμενα «δικαιώματα». Θα πρέπει ο εκπροσωπευτικός χαρακτήρας να επαληθεύεται και να διατηρείται. Δεν είναι δυνατόν, για παράδειγμα, να αξιώνει «ηθική» νομιμοποίηση η πραγματοποίηση από  ένα συνδικάτο μιας απεργίας χωρίς να έχει συμμετάσχει στη λήψη της σχετικής απόφασης ένα ικανό ποσοστό από τους εργαζόμενους που καλούνται να συμμετάσχουν σ’ αυτή. Μόνο έτσι μπορεί να υπάρξει ηθικό έρεισμα και να «δικαιολογηθούν» οι δυσμενείς συνέπειες που προκαλεί η άσκηση της ιδιαίτερα σημαντικής αυτής μορφής εργατικού αγώνα. Διαφορετικά το συνδικάτο «δικτατορεύει» χωρίς προσχήματα επί των εργαζομένων και εκβιάζει κράτος και κοινωνία.

Όταν λοιπόν τα συνδικάτα εγκαταλείψουν το συντεχνιακό δογματισμό που τα καθιστούν αντικοινωνικά και αναγνωρίσουν την υποχρέωση σεβασμού των αναγκαίων ηθικών αξιών, τότε  θα καταφέρουν να ενταχθούν ουσιαστικά ως θεσμός στη βασική δομή της κοινωνίας και ίσως τότε ο ρόλος που θα επιτελέσουν να αξίζει αναγνώρισης. Τότε, ίσως αντιληφθούν ότι υπάρχει και άλλο περιεχόμενο σε έννοιες όπως «κοινωνικός διάλογος» ή «κεκτημένο δικαίωμα», τότε, επί πλέον, δεν θα αποτελούν μόνο μορφώματα που αναγνωρίζονται από το νόμο, αλλά ίσως καταστούν μορφώματα που σέβονται το νόμο.